- προσιστορήσαντος
- προσιστορέωnarrate besidesaor part act masc/neut gen sgπροσιστορέωnarrate besidesaor part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσιστορώ — έω, Α [ἱστορῶ] 1. διηγούμαι, αφηγούμαι επί πλέον («προσιστορήσαντος δὲ καὶ τὰ περὶ τῆς Θούλης καὶ τῶν τόπων ἐκείνων», Στράβ.) 2. περιλαμβάνω σε μια ιστορία ή διήγηση 3. παρατηρώ, ανακαλύπτω επί πλέον 4. δίνω επί πλέον οδηγίες … Dictionary of Greek